-
1 κλαω
III(ᾰ) (fut. κλάσω с ᾰ; pass.: fut. κλασθήσομαι, aor. ἐκλάσθην, pf. κέκλασμαι) ломать, отламывать(πτόρθον ἐξ ὕλης Hom.)
; переламывать(τὸν κίονα μέσον Plut.)
ἐκλάσθη δόναξ Hom. — древко (стрелы) сломалось;τὸ κλώμενον NT. — сокрушаемое, т.е. отдаваемое в виде жертвы - см. тж. κεκλασμένος
См. также в других словарях:
πτόρθος — και πόρθος, ὁ, Α 1. νέος, τρυφερός κλάδος φυτού, βλαστάρι (α. «ἐκ πυκίνης δ ὕλης πτόρθον κλάσε χειρὶ παχείῃ φύλλων», Ομ. Οδ. β. «πτόρθους ἁπαλοὺς ἀποτρώγουσαι», Εύπ.) 2. η βλάστηση, η έκφυση κλώνων («φύλλα δ ἔραζε χέει, πτόρθοιό τε λήγει»,… … Dictionary of Greek