Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(πτόρθον ἐξ ὕλης

См. также в других словарях:

  • πτόρθος — και πόρθος, ὁ, Α 1. νέος, τρυφερός κλάδος φυτού, βλαστάρι (α. «ἐκ πυκίνης δ ὕλης πτόρθον κλάσε χειρὶ παχείῃ φύλλων», Ομ. Οδ. β. «πτόρθους ἁπαλοὺς ἀποτρώγουσαι», Εύπ.) 2. η βλάστηση, η έκφυση κλώνων («φύλλα δ ἔραζε χέει, πτόρθοιό τε λήγει»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»